Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ λιμένες

См. также в других словарях:

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… …   Dictionary of Greek

  • Κόρακας, Μιχαήλ — (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της… …   Dictionary of Greek

  • βασάλτης — Εκρηξιγενές ηφαιστειακό πέτρωμα που αντιστοιχεί σε σύσταση με τα πλουτώνια πετρώματα γάββρους. Τα κύρια συστατικά του είναι βασικά πλαγιόκλαστα και φεμικά ορυκτά (αυγίτης, ολιβίνης), ενώ επουσιώδη είναι ο βιοτίτης, η κεροστίλβη κ.ά. Το υγιές… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος ο Σιναΐτης — (14ος αι.).Μοναχός και λόγιος. Ο Γ. υπήρξε αναζωπυρωτής του ορθόδοξου μυστικισμού (1255 1347). Σε νεαρή ηλικία αιχμαλωτίστηκε από Αγαρηνούς κουρσάρους και μετά την απελευθέρωσή του έγινε ιερωμένος στην Κύπρο και αργότερα μοναχός στο Σινά. Από το… …   Dictionary of Greek

  • περιττοσύλλαβος — η, ο / περιττοσύλλαβος, ον, ΝΜΑ, και περισσοσύλλαβος, ον, ΜΑ νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα περιττοσύλλαβα γραμμ. α) τα τριτόκλιτα ουσιαστικά τής Αρχαίας Ελληνικής, τα οποία παρουσιάζουν στις πλάγιες πτώσεις τού ενικού και σε ὁλες τις πτώσεις …   Dictionary of Greek

  • όχος — ο (Α ὄχος, ποιητ. και δωρ. τ. ὄκχος) δίτροχο μικρό όχημα χωρίς πλευρά για τη μεταφορά βαρέων αντικειμένων αρχ. 1. στον πληθ. οἱ ὄχοι τα νεύρα τής υστέρας 2. πιθ. οχετός 3. φρ. α) «ἅρματος ὄχος» όχημα β) «ὄχος ταχυήρης» πλοίο γ) «τροχαλοὶ ὄχοι» οι …   Dictionary of Greek

  • ελεύθερη ζώνη — Περιοχή η οποία, παρότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του εδάφους ενός κράτους, θεωρείται ότι βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας των τελωνείων του. Κύριο χαρακτηριστικό της ε.ζ. είναι το γεγονός ότι η εισαγωγή ξένων εμπορευμάτων σε αυτή δεν υπόκειται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»